- δυσπέμφελος
- δυσπέμφελοςrough and stormymasc/fem nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
δυσπέμφελος — δυσπέμφελος, ον (Α) 1. (για θάλασσα) αυτός που δύσκολα διαπλέεται, τρικυμιώδης 2. δυσμενής, δυσάρεστος 3. (για πρόσ.) αγροίκος, δύστροπος 4. (για πράγμ. ή καταστ.) τραχύς, δύσκολος … Dictionary of Greek
δυσπέμφελον — δυσπέμφελος rough and stormy masc/fem acc sg δυσπέμφελος rough and stormy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπεμφέλου — δυσπέμφελος rough and stormy masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
δυσπέμφελοι — δυσπέμφελος rough and stormy masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)